- εἰδητικοῦ
- εἰδητικοῦεἰδητικόςconstituting an: masc /neut gen sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
εἰδητικοῦ — εἰδητικός constituting an masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασία — Με την πλατιά έννοια, μπορεί να ονομαστεί η παραγωγή εικόνων, συνειδητών δηλαδή νοητικών παραστάσεων, που έχουν κάποιον βαθμό ομοιότητας με αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ή κάποια αναφορά σε αυτά. Ο βαθμός συνάφειας του υποκειμενικού ψυχικού… … Dictionary of Greek